βιώσῃ — βιώσηι , βίωσις way of life fem dat sg (epic) βιάω constrain pres part act fem dat sg (attic epic ionic) βιάζω constrain fut part act fem dat sg (attic epic ionic) βιόω live aor subj mid 2nd sg βιόω live aor subj act 3rd sg βιόω live fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek
ανθρωποσοφία — Αποκρυφιστική διδασκαλία, η οποία ασχολείται με το πρόβλημα του κόσμου και το πρόβλημα του ανθρώπου. Η α. θεμελιώθηκε από τον Ρ. Στάινερ στις αρχές του 20ού αι. Πρόκειται για διδασκαλία η οποία προσπαθεί να στηρίξει τον αποκρυφισμό κυρίως σε… … Dictionary of Greek
ονειρισμός — ο (ιατρ. ψυχολ.) οξύ παραλήρημα στο πλαίσιο μιας συγχυτικής κατάστασης που συνίσταται σε συγκεκριμένες κινητές παραστάσεις, όπως είναι τα όνειρα, αλλά με έντονο αισθητικό και δραματικό χαρακτήρα, που έχει ως αποτέλεσμα την έντονη βίωσή τους από… … Dictionary of Greek
παλαιβίωσις — παλαιβίωσις, ἡ (Α) η προηγούμενη βίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + βίωσις] … Dictionary of Greek
παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον … Dictionary of Greek
πλησιοβίωση — η, Ν βιολ. στενή γειτονία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες φωλιές κοινωνικών εντόμων, η οποία συνοδεύεται από μικρή ή έμμεση επικοινωνία μεταξύ τών αποικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plesiobiosis < πλησίος + βίωση] … Dictionary of Greek
σαπροβίωση — η, Ν βιολ. η ζωή σε συνθήκες αποικοδόμησης, αποσύνθεσης, τής οργανικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprobiose (< σαπρός + βίωση)] … Dictionary of Greek
χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek